- χολάν
- χολά̱ν , χολήgallfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολᾶν — χολάω to be full of black bile pres part act masc voc sg (doric aeolic) χολάω to be full of black bile pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χολάω to be full of black bile pres part act masc nom sg (doric aeolic) χολᾶ̱ν , χολάω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολᾷν — χολάω to be full of black bile pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… … Dictionary of Greek
χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω … Dictionary of Greek